- συζευγνύω
- συζεύγνυμι, ΝΑ, και συζεύγω Ν [ζεύγνυμι / ζευννύω]1. συνδέω, συνενώνω, ενώνω δύο πράγματα μαζί, δημιουργώ σύζευξη (α. «σκοπεύουν να συζεύξουν τις δύο όχθες με γέφυρα» β. «ὀκτὼ πεντήρεσι... συνεζευγμέναις πρὸς ἀλλήλας σύνδυο», Πολ.)2. συνδέω με τον δεσμό τού γάμου ζευγαρώνω, παντρεύω (α. «ὅ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω», ΚΔβ. «τῷ μὲν φίλην σύζευξον ἄλοχον», Ευρ.γ. «ὁ νόμος... συζευγνὺς ἄνδρα καὶ γυναῑκα», Ξεν.)νεοελλ.φρ. «συνεζευγμένη μέθοδος»μαθ. μέθοδος συγκείμενη από αλλεπάλληλες απλές μεθόδους τών τριών για την λύση προβλημάτων μετατροπής αριθμητικών ποσών σε ισοδύναμα ετεροειδή βάσει σχέσεων άλλων ενδιάμεσων ποσώναρχ.1. βάζω μαζί στον ζυγό, ζεύω («οὔτε... ἄρμα δήπου ταχὺ γένοιτ' ἄν βραδέων ἵππων... συνεζευγμένων», Ξεν.)2. (το παθ.) συζεύγνυμαια) (για πράγμ.) σπαν. είμαι αδιάρρηκτα συνδεδεμένος, είμαι συναρμοσμένος (α. «ἁ ψυχὰ τῷ σώματι συνέζευκται», Φιλόλ.β. «συνέζευκται ἡ φρόνησις τῇ τοῡ ἤθους ἀρετῇ», Αριστοτ.)β) μτφ. συνάπτω («τῷ συνέζευξαι πότμῳ», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.